δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες … Dictionary of Greek
θόριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Th. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην οικογένεια των ακτινίδων. Έχει ατομικό αριθμό 90, ατομική μάζα 232,04 και δύο σταθερά ισότοπα· το 230Th, που ονομάζεται και ιόνιο, εκπέμπει ισχυρά σωμάτια α.… … Dictionary of Greek
μέταλλο — Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή… … Dictionary of Greek
ολιγοστοιχεία — Χημικά στοιχεία που βρίσκονται στους ζωντανούς οργανισμούς σε χαμηλές συγκεντρώσεις (συνήθως χιλιοστά τοις εκατό ή λιγότερο). Ο όρος χρησιμοποιείται ακόμα για να δηλώσει έναν αριθμό χημικών στοιχείων που περιέχονται σε διάφορα είδη εδαφών, σε… … Dictionary of Greek
οξυγόνο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ο· ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 8, ατομικό βάρος 16, τρία σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά, όλα με βραχύτατο χρόνο ζωής. Στοιχείο απαραίτητο για τη ζωή,… … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
αερόλιθος — Μετεωρίτης που δεν περιέχει μεταλλεύματα σιδήρου, αλλά αποκλειστικά και μόνο αμέταλλα στοιχεία, γι’ αυτό ονομάζεται και ασιδηρίτης. Από άποψη της χημικής σύστασης, οι α. αποτελούνται από πυριτικά άλατα, ανάμεσα στα οποία επικρατούν ο ολιβίνης ή… … Dictionary of Greek
δεσμός, χημικός — Το σύνολο των δυνάμεων που δρουν μεταξύ των ατόμων και έχουν ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό διατάξεων που μπορούν να θεωρηθούν καθορισμένα μοριακά είδη. Για τη δημιουργία του χ.δ. μετέχουν τα περιφερειακά ηλεκτρόνια των ατόμων, γι’ αυτό και ο τύπος … Dictionary of Greek
καρβίδια — Ενώσεις του άνθρακα με ηλεκτροθετικά στοιχεία, κυρίως μέταλλα και ορισμένα αμέταλλα. Διακρίνονται ανάλογα με τον τύπο του χημικού δεσμού σε τρεις ομάδες. Τα ιοντικά κ. σχηματίζονται από τα ισχυρά ηλεκτροθετικά μέταλλα, όπως είναι τα κ. των… … Dictionary of Greek
μεταλλοειδή — Ονομασία που αποδίδεται στα χημικά στοιχεία, τα οποία βρίσκονται κατά μήκος της γραμμής που χωρίζει τα μέταλλα από τα αμέταλλα στον περιοδικό πίνακα των στοιχείων. Στην κατηγορία των μ. ανήκουν τα βόριο, πυρίτιο, γερμάνιο, αρσενικό, αντιμόνιο,… … Dictionary of Greek